Η τελευταία λέξη



Η βροχή χτυπούσε αδυσώπητα τα παράθυρα του παλιού εργαστηρίου, ενώ ο Νικόλας σκυμμένος πάνω από το μικροσκόπιο παρατηρούσε για ακόμα μια φορά τα παράξενα δείγματα. Η ασθένεια που είχε εξαπλωθεί στη μικρή τους πόλη παρέμενε ένα αίνιγμα..

Ο καθηγητής Καρδούλης, ο σοφός μέντορας του Νικόλα, είχε αφιερώσει δεκαετίες στη μικροβιολογία. Όμως, τώρα, τα χρόνια και η εξουθένωση από την έρευνα είχαν αρχίσει να τον προδίδουν.

Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, όταν ο Καρδούλης, εξαντλημένος και καταβεβλημένος από τα συμπτώματα, έπεσε λιπόθυμος στο εργαστήριο. Οι γιατροί ήρθαν και τον μετέφεραν στο μικρό πίσω δωμάτιο, όπου αργοπέθαινε. Ο Νικόλας έμεινε μόνος του, με την ευθύνη να συνεχίσει τις έρευνες.

Η δουλειά ήταν επίπονη, τα δείγματα φαινομενικά ακίνδυνα, μα ταυτόχρονα ανεξήγητα. Τα μικροσκοπικά σωματίδια που παρατηρούσε, αν και αρχικά φαινόταν άψυχα, σταδιακά σχημάτιζαν ακαθόριστες μορφές. Ο Νικόλας, βυθισμένος στη μελέτη του, δεν πήρε προφυλάξεις.

Ένα βράδυ, κατά λάθος, έσπασε έναν δοκιμαστικό σωλήνα.Σχεδόν αμέσως ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο στον λαιμό και μια ανεξήγητη εξάντληση να τον κατακλύζει. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε.

Την επόμενη μέρα, ο Καρδούλης ζήτησε να τον δει. Ήταν φανερό πως οι στιγμές του ήταν μετρημένες. Ο Νικόλας έσκυψε κοντά του, και με μια φωνή σχεδόν σβησμένη, ο καθηγητής του ψιθύρισε:

«Μη… κοι… τας…»

Τα μάτια του έκλεισαν, αφήνοντας τον Νικόλα μόνο με τη φράση να αντηχεί στο μυαλό του.

Καθώς οι μέρες περνούσαν, τα συμπτώματα του Νικόλα χειροτέρευαν.
Η φράση του Καρδούλη, «Μη κοιτάς», έμοιαζε παράλογη.
Μέχρι που, μια νύχτα, κάτι του τράβηξε την προσοχή. Ένα μοτίβο που έμοιαζε να σχηματίζει κάτι γνώριμο, κάτι που δεν μπορούσε αμέσως να κατανοήσει.

Η φράση ξανακούστηκε στο μυαλό του, αλλά αυτή τη φορά είχε διαφορετική χροιά.
Πριν χάσει τις αισθήσεις του, κατέγραψε με τρεμάμενο χέρι τις ανακαλύψεις του, αφήνοντας τις σημειώσεις του ως τελευταία ελπίδα για όσους θα έρχονταν μετά από αυτόν...